ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… … Dictionary of Greek
ἑτερορρύθμους — ἑτερόρρυθμος of different rhythm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόρρυθμοι — ἑτερόρρυθμος of different rhythm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Types of business entity — Companies law Company … Wikipedia
Tipos de entidad empresarial — Hay muchos tipos de entidades empresariales definidos en los sistemas legales de varios países. Estos incluyen corporaciones, asociaciones, unipersonales y otros tipos especializados de organización. Algunos de estos tipos se enumeran a… … Wikipedia Español
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek